- ἀνθοφόρων
- ἀνθοφόροςbearing flowersmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθοκομείο — το κήπος με επιστημονικές καλλιέργειες ανθοφόρων και γενικά, διακοσμητικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον δημοσιογράφο και ποιητή Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα … Dictionary of Greek
ανθόφυτος — η, ο (για τοποθεσία) αυτός που έχει φυτείες, καλλιέργειες ανθοφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + φυτος < φυτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γ. Παράσχο] … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… … Dictionary of Greek
Ανθεσφόρια — Αρχαία ελληνική γιορτή των λουλουδιών, την οποία τελούσαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην αρχή κάθε καλοκαιριού, οπότε πίστευαν ότι επέστρεφε η Περσεφόνη από τον Άδη στη μητέρα της. Τα A. τελούνταν στην Πελοπόννησο, την Κάτω… … Dictionary of Greek
αρνική — (arnica). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων και ψυχρών χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φύλλα που βγαίνουν στη βάση του βλαστού σχηματίζουν ρόδακα, ενώ ψηλότερα στον βλαστό είναι αντίθετα. Έχουν… … Dictionary of Greek
γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
γυνέριο — (gynerium).Κοινή ονομασία φυτών με την οποία είναι γνωστά τα είδη των γενών γ. και κορταδερία. Είναι φυτά πολυετή, καλαμοειδή της οικογένειας των αγρωστωδών. Στο γένος κορταδερία ανήκουν έξι είδη, από τα οποία κυριότερο είναι η κορταδερία η… … Dictionary of Greek